- προσπταίω
- και επικ. και δωρ. τ. ποτιπταίω Α1. πληγώνω κάτι με την πρόσκρουση του πάνω σε κάτι άλλο («προσπταίσας τις τὸν πόδα», Πλούτ.)2. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάτι, σκοντάφτω3. (για πλοία) συντρίβομαι, ναυαγώ («ὡς προσπταισάντων τῶν πρώτων περιπλεόντων περὶ τὸν Ἄθων», Ηρόδ.)4. εμποδίζομαι, συγκρατούμαι ή σταματώ5. δίνω σε κάποιον αφορμή για έχθρα ή έριδα6. μτφ. α) υφίσταμαι δυστυχία, συμφοράβ) υφίσταμαι ήττα, ηττώμαι («προσπταίσας τῇ ναυμαχίῃ», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + πταίω «σκοντάφτω, προσκρούω»].
Dictionary of Greek. 2013.